- κωμωδοποιός
- οποιητής κωμωδιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κωμῳδοποιός — comic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμωδοποιός — ο (AM κωμῳδοποιός και κωμῳδιοποιός) αυτός που γράφει κωμωδίες, κωμοδιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + ποιός (< ποιῶ] … Dictionary of Greek
κωμωιδοποιός — κωμῳδοποιός comic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιοῖς — κωμῳδοποιός comic poet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιοί — κωμῳδοποιός comic poet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιοῦ — κωμῳδοποιός comic poet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιούς — κωμῳδοποιός comic poet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιέ — κωμῳδοποιός comic poet masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιῶν — κωμῳδοποιός comic poet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιῷ — κωμῳδοποιός comic poet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)